- ευνή
- η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν)νεοελλ.ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηροαρχ.1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.)2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν», Ομ. Οδ.β. «εὐναὶ γὰρ ἦσαν δαΐων πρὸς τείχεσιν», Αισχύλ.)3. φρ. α) «εὐναὶ Νυμφάων» — οι κατοικίες τών Νυμφών (Ομ. Ιλ.)β) «κριοῡ εὐναί» — τόπος στην Κολχίδα όπου ξεκουράστηκε το κριάρι τού Φρίξου (Απολλ. Ρόδ.)4. η φωλιά ζώων ή πτηνών (α. «συφεοὺς δυοκαίδεκα ποίει εὐνάς... συσί» — χοιροστάσια, Ομ. Οδ.β. «πρὸς τὴν εὐνὴν τοῡ λαγῶ» — προς τη λαγοφωλιά, Ξεν.)5. το συζυγικό κρεβάτι («ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ ἤθελον εὐνηθῆναι» Ομ. Οδ.)6. φρ. «ἐμίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ» — ήλθε σε σαρκική μίξη (Ομ. Ιλ.)7. ο τάφος8. πληθ. αἱ εὐναία) οι λίθοι που ρίχνονται από την πρώρα και χρησιμεύουν ως άγκυρα τού πλοίουβ) οι σιδερένιες άγκυρες τού πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια άποψη ο τ. συνδέεται με αρχ. ιρ. (h)uam «σπηλιά, τρώγλη», αβεστ. unā «τρύπα, ρωγμή», ενώ πιθ. παραγωγή τής λ. από τ. *εὐδνα (< εὕδω) θα ήταν παρακεκινδυνευμένη λόγω ανυπαρξίας δασέος στον τ. εὐνή και τής δυσκολίας τής απλοποιήσεως τού συμπλέγματος -δν- σε -ν-. Η λ. είναι κυρίως ποιητική και έχει τόσο τη γενική σημασία «κλίνη, στρώμα, κατάλυμα», η οποία διακρίνεται από τη σημασία λέχος* που δηλώνει μόνο τον σκελετό τού κρεβατιού, όσο και την ειδικότερη σημασία «συζυγική κλίνη». Επίσης χρησιμοποιήθηκε και με τη σημασία «ενέδρα» που απαντά στον Όμηρο και αναφέρεται στο κυνήγι.ΠΑΡ. αρχ. ευνάζω, ευναίος, ευνάν, ευνέτης, ευνήθευ, εύνια, εύνις, ευνώ.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ευνούχος. (Β' συνθετικό) αρχ. δίσευνος, δυσπάρευνος, ένευνος, όμευνος, πάρευνος, σιδεύνης, σποδεύνης, στεργοξύνευνος, σύνευνος, συνόμευνος, φίλευνος, χαμαιευνάς, χαμαιεύνης, χαμευνάς, χαμεύνης, χάμευνος, χλοεύνης].
Dictionary of Greek. 2013.